εμφύτευμα

εμφύτευμα
(organ) nakil

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμφύτευμα — Οποιοδήποτε αντικείμενο ή υλικό (φυσικό ή τεχνητό) εισάγεται στο σώμα χειρουργικά. * * * το (AM ἐμφύτευμα) νεοελλ. ξένο κτήμα που αναλαμβάνει να καλλιεργήσει κάποιος μακροχρόνια με ετήσιο μίσθωμα αρχ. μσν. 1. η ανάληψη μισθώσεως κτήματος για… …   Dictionary of Greek

  • ἐμφυτεύματος — ἐμφύτευμα hereditary leasehold held on cultivating tenure neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”